- σχενδυλόληπτοι
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἐσχενδυλῆσθαι ἔλεγον τοὺς ἐν τοῑς ταύροις ἀπὸ τοῡ χαλκευτικού ὀργάνου, ὃ σχενδύλη λέγεται».[ΕΤΥΜΟΛ. < σχενδύλη «λαβίδα» + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. πυρί-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.